- υδρογονανθρακικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στους υδρογονάνθρακες (βλ. λ.): Υδρογονανθρακικές έρευνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδρογονανθρακικός — ή, ό, Ν [υδρογονάνθρακας] χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους υδρογονάνθρακες … Dictionary of Greek